- ευρησιλογία
- εὑρησιλογία και εὑρεσιλογία, ἡ (ΑΜ) [ευρησίλογος]η ικανότητα να βρίσκει κάποιος έξυπνη ερμηνεία ή έξυπνα επιχειρήματα για κάτιαρχ.1. φρ. «εὑρησιλογίαν ἔχειν»(για φαινόμενο) το να επιδέχεται έξυπνη ερμηνεία2. ικανότητα στον σχηματισμό λογοπαιγνίων.
Dictionary of Greek. 2013.